παράξενος

παράξενος
-η, -ο / παράξενος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που προκαλεί έκπληξη ή απορία, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράδοξος («τα λόγια του είναι πολύ παράξενα»)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ακατανόητη συμπεριφορά, ιδιότροπος, δύστροπος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράξενα
παράλογα και αφύσικα πράγματα («δεν τά μπορώ τα παράξενα»)
3. φρ. «παράξενοι βράχοι»
(γεωμορφ.) ογκόλιθοι που ισορροπούν πάνω σε άλλον, επιμήκη ογκόλιθο ή σε μια ασταθή θέση
αρχ.
κίβδηλος, ψεύτικος.
επίρρ...
παράξενα
με παράξενο, με ιδιόρρυθμο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παράξενος — half foreign masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράξενος — η, ο 1. (για πράγματα), αυτός που προκαλεί έκπληξη, απορία, ασυνήθιστος: Παράξενη ζέστη στην καρδιά του χειμώνα. 2. (για ανθρώπους), ιδιότροπος, αλλόκοτος, γκρινιάρης: Είναι παράξενος άνθρωπος το αφεντικό μας. 3. ως ουσ., παράξενα, αφύσικα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι …   Dictionary of Greek

  • παράξενον — παράξενος half foreign masc/fem acc sg παράξενος half foreign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξένου — παράξενος half foreign masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξένους — παράξενος half foreign masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξένων — παράξενος half foreign masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξένῳ — παράξενος half foreign masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράξενα — παράξενος half foreign neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράξενοι — παράξενος half foreign masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”