- παράξενος
- -η, -ο / παράξενος, -ον, ΝΜΑαυτός που προκαλεί έκπληξη ή απορία, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράδοξος («τα λόγια του είναι πολύ παράξενα»)νεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ακατανόητη συμπεριφορά, ιδιότροπος, δύστροπος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράξεναπαράλογα και αφύσικα πράγματα («δεν τά μπορώ τα παράξενα»)3. φρ. «παράξενοι βράχοι»(γεωμορφ.) ογκόλιθοι που ισορροπούν πάνω σε άλλον, επιμήκη ογκόλιθο ή σε μια ασταθή θέσηαρχ.κίβδηλος, ψεύτικος.επίρρ...παράξεναμε παράξενο, με ιδιόρρυθμο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.